αθρησκία

αθρησκία
η 1. άρνηση ή απόρριψη κάθε θρησκεύματος, αρνησιθεΐα
2. έλλειψη θρησκευτικής πίστης, απιστία
3. περιφρόνηση προς τη θρησκεία, ασέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άθρησκος
η λ. πλάστηκε από τον Πέτρο Ξανθάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αθρησκία — η συνειδητή άρνηση κάθε θρησκείας, έλλειψη θεοσέβειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άθρησκος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θρησκεία ή θρησκευτική πίστη, ο άθεος 2. αυτός που παραμελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο μη θρησκευόμενος, ο μη ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θρήσκος. ΠΑΡ. αθρησκία] …   Dictionary of Greek

  • αθρησκεία — η βλ. αθρησκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”